λεπτομήλη

λεπτομήλη
λεπτο-μήλη, ,
A slender probe, Hermes 38.282.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • λεπτομήλη — λεπτομήλη, ἡ (Α) επιγρ. λεπτή μήλη, λεπτός καθετήρας, μικρό χειρουργικό εργαλείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεπτ(ο) * + μήλη «χειρουργικό εργαλείο» (πρβλ. αγκυρο μήλη, πλατυ μήλη)] …   Dictionary of Greek

  • λεπτ(ο)- — (AM λεπτ[ο]) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους προσδιοριστικού τύπου. Το α συνθετικό προσδίδει τη σημ. τής λεπτότητας στο β συνθετικό (πρβλ. λεπτό γραμμος, λεπτό… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”